ευσεβώ

ευσεβώ
(ΑΜ εὐσεβῶ, -έω) [ευσεβής]
είμαι ευσεβής, ζω και συμπεριφέρομαι με ευσέβεια (α. «εὐσεβῶ εἰς τὸ θεῑον» β. «εὐσεβῶ κατὰ τὴν διδασκαλίαν τοῡ Ἰησοῡ»)
μσν.-αρχ.
ακολουθώ την ορθή πίστη, είμαι ορθόδοξος («ὑμεῑς μὲν εὐσεβοῡντες χριστιανοί ἐστε
ἐκεῑνοι δὲ κτίσμα λέγοντες τόν... λόγον, οὐδὲν διαφέρουσιν ἐθυικῶν», Αθανασ.)
αρχ.
παθ. εὐσεβοῡμαι
α) τιμώμαι
β) μτφ. (για καθήκον) εκτελούμαι με σεβασμό («καὶ μὴ σὺν τοῑς λοιποῑς ἵνα και τοῡτο εὐσεβηθῇ», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐσεβῶ — εὐσεβέω live pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐσεβέω live pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσέβημα — εὐσέβημα, τὸ (Α) [ευσεβώ] η ευσεβής πράξη …   Dictionary of Greek

  • συνευσεβώ — έω, Α [εὐσεβῶ] λατρεύω μαζί με άλλους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”